κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek